Σπύρος Σκλαβενίτης

 

ΣΠΥΡΟΣ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ

 

 

Ο Σπύρος Σκλαβενίτης γεννήθηκε στη Λευκάδα, στις 21 Φεβρουαρίου του 1927. Ήταν το τρίτο - κατά σειρά γέννησης - από τα τέσσερα παιδιά (Δώρα, Γιάννης, Σπύρος και Νάσος) της οικογένειας τού Γεράσιμου Σκλαβενίτη και της Μαρίας Βερροιώτου.

Το 1936, ήλθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του, η οποία αναζητούσε μία νέα αρχή, καθώς το 1935 η εμπορική επιχείρηση του πατέρα του χρεωκόπησε. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής, έχασε διαδοχικά τον πατέρα και τη μητέρα του και αναγκάστηκε να μπει στη βιοπάλη, μαζί με το μεγαλύτερο αδελφό του Γιάννη. Μετά την Απελευθέρωση, εργάστηκε σε εργοστάσιο σαπωνοποιίας και ως φύλακας στον Ερυθρό Σταυρό, ενώ αργότερα, ως μικροπωλητής στην οδό Αθηνάς, διέθετε μπαχαρικά και λεμόνια. Παράλληλα, συσκεύαζε μαζί με τα αδέλφια του μπαχαρικά σε καρτέλες, τα οποία διαθέτει σε παντοπωλεία, με την επωνυμία “ΜΑΚΑΟ”.

Το 1954, ίδρυσε μαζί με τον αδελφό του Γιάννη και τον συνεταίρο του Μιλτιάδη Παπαδόπουλο την εταιρεία «Σ. Σκλαβενίτης & Σία Ο.Ε.», η οποία είχε ως δραστηριότητα τη χονδρική πώληση τροφίμων σε παντοπωλεία, τη συσκευασία και τη διάθεση μπαχαρικών σε καρτέλες.


Το 1960, παντρεύτηκε τη Μαριάνθη Τρούκη, με την οποία θα αποκτήσουν 4 παιδιά: την Μαρία, τον Γεράσιμο, τον Στέλιο και την Βίκυ.

Το 1967, δημιούργησε με τους συνεταίρους του την «ΤΗΛΕΞΥΠ», την πρώτη εταιρεία τηλεφωνικών παραγγελιών στην Ελλάδα και το 1971 - το πρώτο σούπερ μάρκετ της Επιχείρησης, στο Περιστέρι. Τα επόμενα χρόνια ο Σπύρος - με την πολύτιμη βοήθεια του αδελφού του Γιάννη και του φίλου του Μιλτιάδη -  οδήγησε την Επιχείρηση στην ανάπτυξη  και την καταξίωση. Οι αξιοζήλευτες πωλήσεις που πέτυχαν τα Καταστήματα κατέστησαν την Επιχείρηση “μήλον της έριδος” για πολλούς ξένους πολυεθνικούς Ομίλους. Σε όλες τις προτάσεις εξαγοράς, ο Σπύρος Σκλαβενίτης απάντησε αρνητικά, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η Επιχείρηση πρέπει να παραμείνει ελληνική για να συνεχίζει να στηρίζει τους Έλληνες παραγωγούς, τους Έλληνες βιοτέχνες και γενικότερα, την εθνική οικονομία.

Όταν έφυγε από τη ζωή, στις 9 Μαρτίου 2006, η Επιχείρηση διέθετε 36 καταστήματα και απασχολούσε 6.050 Εργαζομένους.

Η προσφορά του στο λιανεμπόριο και γενικότερα, στην ελληνική κοινωνία ήταν και είναι ανεκτίμητη.