Νίκος Πετρόχειλος: ''Το αγωνιστικό πνεύμα του επτανησιακού λαού''

Η ομιλία του πανεπιστημιακού καθηγητή και κοσμήτορα του Δημοτικού Λαϊκού Πανεπιστημίου Αγίας Παρασκευής

κ.Νίκου Πετρόχειλου στα πλαίσια της επαναληπτικής ετήσιας απολογιστικής Γενικής Συνέλευσης της
''ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ'' με θέμα:

"Το αγωνιστικό πνεύμα του επτανησιακού λαού"

Μιλώντας πριν από μια τριακονταετία περίπου, με την ευκαιρία των εθνικών επετείων της 26ης και της 28ης Οκτωβρίου, στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, είχα παρατηρήσει κάποια πράγματα που νομίζω πως και σήμερα και πάντοτε  θα έχουν την αξία τους. Έλεγα συγκεκριμένα ότι «μέσα σ’ ένα κόσμο παράλογο και άφρονα, όπου η προσπάθεια καταστροφής έχει αναμφισβήτητα το προβάδισμα, αν συγκριθεί με τις απεγνωσμένες προσπάθειες για την αναχαίτισή της, μέσα σ’ ένα κόσμο τεχνητής μαγείας, όπου το εντυπωσιακό και το φοβερό συμπλέκονται και συγκρούονται κατά τρόπο περίεργο και επικίνδυνο, μέσα σ’ ένα κόσμο παράλογου πλούτου και ανατριχιαστικής φτώχειας, όπου η επιδεικτική σπατάλη προκαλεί απαράδεκτα την αναγκαστική λιτότητα, μέσα σ’ έναν κόσμο που, αν και έχει οργανωθεί αριστοτεχνικά για να μας προφυλάξει από το φόβο, δεν μπορεί - για να θυμηθώ τη φράση του Κικέρωνα στον Pro Milone λόγο του,[1] - να μας κάνει να μη φοβόμαστε χωρίς κάποιο φόβο, μέσα σ’ ένα τέτοιο όμοιο και παρόμοιο κόσμο κάθε ομιλία για ιδέες και ιδεώδη ηχεί παράδοξα και παράλογα, λόγος ειρωνείας σ’ ένα περιβάλλον εχθρικό, λόγος άκαιρος και άστοχος, λόγος περιττός. Έτσι, αυτός που ακόμα αισθάνεται την ιδέα ως οργανικό στοιχείο της ιστορικής του ουσίας, αυτός που νιώθει την ανάγκη να μιλήσει και να στοχαστεί στα πλαίσια του Λόγου και του ονείρου, αυτός που έχει την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι του επιτρέπει ακόμα η περιρρέουσα ατμόσφαιρα να είναι ον “χαρίεν”, δηλαδή ον ανθρώπινον,[2] αυτός ο άνθρωπος θα εξακολουθήσει με ποικίλους τρόπους να αντιδρά διακηρύσσοντας το “πιστεύω” του, το “πιστεύω” της φυλής του, έτσι όπως ο ίδιος το ζει σε ποικίλους τόνους και χρώματα.

Θα μπορούσα, αν και δεν έχουμε σήμερα την ιστορική επέτειο της ενώσεως των Επτανήσων με την Ελλάδα, να αναφερθώ, με κάποια σχετική λεπτομέρεια, στα ιστορικά γεγονότα, γνωστά σε όλους σας, που οδήγησαν ύστερα από μύριους όσους αγώνες στην πολυπόθητη Ένωση. Δεν θα χειριστώ όμως έτσι το θέμα μου, μια και η σημερινή μέρα δεν είναι η επέτειος της Ένωσης. Θα προσπαθήσω ωστόσο, με μια σειρά ιστορικών παραδειγμάτων, έτσι όπως αυτά αναδύονται από τα γραπτά ιστορικά ντοκουμέντα και τα αποδεδειγμένα ιστορικά γεγονότα της εξέγερσης για την ανεξαρτησία και την Ένωση με τη μητέρα Ελλάδα, να προχωρήσω σε μια αποτίμηση του φρονήματος των Επτανησίων και εκτίμηση της πραγματικής φύσης αυτού του λαού.

 Ας έχουμε μια κεφαλαιώδη συνοπτική εικόνα των ιστορικών γεγονότων, απλώς και μόνο για να τα επαναφέρουμε στη μνήμη. Από το 1386 άρχισαν τα Επτάνησα διαδοχικά, και κάποτε με μεγάλα διαλείμματα, να περιέρχονται υπό τη βενετική κυριαρχία. Το 1386 συγκεκριμένα κυριεύτηκαν η Κέρκυρα και οι Παξοί, το 1483-4 η Ζάκυνθος, το 1500 η Κεφαλλονιά και η Ιθάκη, τριάντα χρόνια ύστερα τα Κύθηρα και τελευταία καταλήφθηκε από το ναύαρχο Μοροζίνη η Λευκάδα, το 1684. Και για τα επτά Ιόνια νησιά η περίοδος της Ενετοκρατίας έληξε το 1797, όταν η Γαληνότατη Ενετική Δημοκρατία καταλύθηκε από τον Βοναπάρτη.

Η πολιτική και οικονομική κυριαρχία της Ενετίας αλλά και της τοπικής αριστοκρατίας διαμόρφωσε, όπως παρατηρεί στη μελέτη της για την Ιστορία των Επτανήσων από το 1797 μέχρι την αγγλοκρατία η καθηγήτρια Ελένη Κούκκου,[3] ένα φεουδαλικό – ολιγαρχικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, που, όσο κι αν είχε τις ρίζες του στο γαλλικό φεουδαρχικό κώδικα, απέκτησε όμως με το πέρασμα του χρόνου δική του φυσιογνωμία και ιδιαίτερο τοπικό χαρακτήρα. Οι βασικές κοινωνικές τάξεις ήταν δύο, οι αριστοκράτες-φεουδάρχες και ο λαός, ο «χύδην όχλος», όπως τον έλεγαν και τον ένιωθαν. Μόνο όσοι ανήκαν στην τάξη των ευγενών, οι nobili, αναγνωρίζονταν ως πολίτες και μόνο εκείνοι ασκούσαν πολιτικά δικαιώματα και είχαν τη δυνατότητα να διοριστούν στα δημόσια αξιώματα. Το διοικητικό, κοινωνικό και κυβερνητικό σύστημα, που είχε εισαγάγει η Βενετία στα Επτάνησα, σύστημα που ήταν άλλωστε πιστή απομίμηση σε μικρογραφία εκείνου που ίσχυε στη Βενετία, στερούσε τον πληθυσμό των νησιών από κάθε ουσιαστικό δικαίωμα και από κάθε ελευθερία λόγου και άμυνας. Ικανοποιώντας τη ματαιοδοξία και την κενότητα των λεγομένων ευγενών με μερικούς βαρύγδουπους τίτλους και κάποια προνόμια κενά ουσιαστικού περιεχομένου, μεταχειριζόταν το λαό ως δούλο και τον κρατούσε σε κατάσταση πλήρους ανελευθερίας και απανθρωπιάς.[4] Η ενετική κυριαρχία, χωρίς να έχει οπωσδήποτε το χαρακτήρα της οθωμανικής βαθιάς και άναστρης νύχτας, δεν έπαψε να είναι στέρηση της ελευθερίας του ανθρώπου και του πολίτη και επ’ αόριστον αναβολή της πραγματοποίησης των εθνικών του πόθων.

Η ενετική κυριαρχία διήρκεσε τετρακόσια έντεκα ολόκληρα χρόνια, τουλάχιστον όσον αφορά την Κέρκυρα και τους Παξούς. Μέχρι το 1797 συγκεκριμένα, για να τη διαδεχθεί κάποια άλλη στη συνέχεια, όχι λιγότερο αυταρχική. Ο Ερμάννος Λούντζης στην έρευνά του περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών μάς δίνει μια ζωντανή ανατομία του καθεστώτος της Ενετοκρατίας στα Επτάνησα : «εν Επτανήσω», γράφει …… «βαθύ επεκράτει σκότος, η δε καταδυναστεία, η αταξία και τα λοιπά σύντροφα κακά, όσα διεγείρουσι την αγανάκτησιν και το μίσος, εδέσποζον….».[5]  Και όμως παραμένει αισιόδοξος, γιατί αισιοδοξία τού εμπνέει η φιλελεύθερη ψυχή των Επτανησίων και το αγωνιστικό τους φρόνημα. Με υπερηφάνεια διασαλπίζει το «πιστεύω» του ο Ζακύνθιος βουλευτής του Ενωτικού Ριζοσπαστικού Κόμματος.

Αυτή η διάσωση δεν είναι τυχαία. Και τούτο γιατί όχι μόνο κατά την περίοδο της μακρόχρονης ενετικής κατοχής αλλά και στη συνέχεια, κατά το χρονικό διάστημα από το 1797 μέχρι τον Μάιο του 1864  -ένα διάστημα πολυκύμαντο και πολυδεσποτικό, αν αναλογισθεί κανείς ότι μέσα σε εξήντα επτά μόνο χρόνια πέντε δεσπότες-κατακτητές άσκησαν με ιδιαίτερη «επιτυχία» το «προστατευτικό» τους ταλέντο στις πλάτες των Επτανησίων-, οι φωνές ελευθερίας που ακούστηκαν σ’ ολόκληρο τον επτανησιακό χώρο (από την Κέρκυρα του βορρά μέχρι τα Κύθηρα του νότου), παίρνοντας τη μορφή συγκεκριμένων επαναστατικών ενεργειών, και πολλές είναι, αλλά και αξιόλογες και συνεχείς, και σε τελική ανάλυση αυτές, και μόνο αυτές, εξηγούν γιατί και πώς φτάσαμε στην 25η Ιουλίου 1863, όταν ο ΄Αγγλος αρμοστής, διαλύοντας τη δωδεκάτη Βουλή, δήλωνε ότι «η Προστάτις ΄Ανασσα της Μεγάλης Βρεταννίας είναι πρόθυμος “ίνα συναινέσει εις την μετά του βασιλείου της Ελλάδος ένωσιν των Ιονίων νήσων”».[6] Η έρευνα των πηγών αποδεικνύει, πέραν οποιασδήποτε αμφιβολίας, ότι ο αγώνας, ο ανυποχώρητος και συνειδητός αγώνας των Επτανησίων, ο αγώνας των επωνύμων, αλλά κυρίως ο αγώνας του λαού, από τον οποίον αντλούσαν την έμπνευσή τους και οι επώνυμοι, είχε επιτέλους βρει τη δικαίωσή του. Αυτή είναι παντού και πάντοτε η ιστορική αλήθεια.

Τα λεγόμενα, και συνήθως διατυμπανιζόμενα, περί φιλίας και παραδοσιακών δεσμών και νομιμόφρονων συμμαχιών και καλής γειτονίας είναι συνήθως λόγοι κενοί περιεχομένου, πλούσιοι λόγοι, που ακούγονται στις επίσημες επισκέψεις αρχηγών κρατών και θεωρούνται απαραίτητοι για να συνοδεύουν τα «ευτυχή» χαμόγελα και τις επιμελώς προπαρασκευασμένες διαπραγματευτικές συζητήσεις που θα ακολουθήσουν.

Δυο χρόνια ύστερα από την πτώση της Κωνσταντινούπολης και την κατάληψη της βασιλεύουσας από τους σταυροφόρους, το 1204, και εκατόν ογδόντα χρόνια ακριβώς πριν από το 1386, όταν οι Ενετοί, δυσανάλογα με την τότε έκταση του κράτους τους και τις ρεαλιστικές δυνατότητές τους για διακυβέρνηση αυτοκρατοριών, έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος από τη διαμελιζόμενη βυζαντινή αυτοκρατορία, οι Κερκυραίοι, θέλοντας να αποφύγουν τον «επαχθή ενετικό ζυγό», κατά τη φράση του Ερμάννου Λούντζη,[7] συμμαχούν με τις δυνάμεις της Γένοβας, παραδοσιακής αντίπαλης των Ενετών. Το αποτέλεσμα, όπως θα περίμενε κανείς, ήταν αιματηρό, το πρώτο στο είδος του που αναφέρεται στις πηγές : εξήντα Κερκυραίοι απαγχονίζονται. Αλλά το αγωνιστικό φρόνημα παραμένει αμείωτο.

Ας επικεντρωθεί τώρα το ενδιαφέρον μας μερικούς αιώνες ύστερα, μέσα στην καρδιά της ενετικής κυριαρχίας. Θα ήταν, πιστεύω, ιστορικό λάθος να θεωρηθεί ότι το περιβόητο «ρεμπελιό των ποπολάρων», ένα άλλο αδιάψευστο στοιχείο του αγωνιστικού πνεύματος του λαού μας, στη Ζάκυνθο αυτή τη φορά, το 1628 συγκεκριμένα, το οποίο κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια, ήταν αποκλειστικά μια εσωτερική και μόνο υπόθεση, που είχε να κάνει με τις διενέξεις ευγενών και ποπολάρων. ΄Ηταν σε όλους γνωστό και φανερό από την καθημερινή πρακτική ότι η Βενετία, όπως και όλες οι αποικιοκρατικές δυνάμεις, εφάρμοζε κατά συνεπέστατο τρόπο το ιστορικά δοκιμασμένο με απόλυτη επιτυχία δόγμα του «διαίρει και βασίλευε», άλλοτε υποθάλποντας σε ακρότητες τους ευγενείς και άλλοτε πάλι υποκινώντας τις δίκαιες εξεγέρσεις του λαού.

΄Ηταν μία από αυτές τις ακρότητες ασφαλώς η δημόσια εκπεφρασμένη άποψη των Ζακυνθίων αρχόντων, που όμως είναι αποδεδειγμένο ότι είχε τις ανεπιφύλακτες ευλογίες του Ενετού κατακτητή, ότι «ο Θεός έδωσε τες χάρες μερικών και τες εξουσίες, και οι κατώτεροι να τες βλέπουν και να τες τιμούν και να στέκονται εις την υποταγήν των μεγαλυτέρων και εξουσιαστάδων».[8] Και ήταν επίσης ακρότητες αυτά που συνέβαιναν στην τάξη των ευγενών, καθώς εκείνοι ξέφρενα αγωνίζονταν για πλούτη και αξιώματα, ακρότητες όμως που προκαλούσε η εγκληματική στάση των προβλεπτών της Ενετίας. Δικαίως ο Saint Sauveur αποδίδει την αιτία της κοινωνικής διαφθοράς που επικράτησε, προς τα ύστερα ιδιαίτερα χρόνια της ενετικής κυριαρχίας, στη Βενετία, την οποία και θεωρεί υπεύθυνη απέναντι στην Ιστορία. Γιατί, όπως παρατηρήθηκε, αν εκείνη ήθελε, «εύκολα μπορούσε να αποκαταστήσει και να κάνει σεβαστές ανάμεσα στο λαό των νησιών τις δύο βασικές εγγυήσεις, χωρίς τις οποίες δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ανθρώπινη κοινωνία : το σεβασμό της ξένης ιδιοκτησίας και την εξασφάλιση της ζωής του ατόμου. ΄Όχι απλώς δεν το ήθελε, αλλά καλλιεργούσε συστηματικά τη διαφθορά και το έγκλημα, γιατί εκείνα τη συνέφεραν οικονομικά και διοικητικά.»[9]

Στη συγκεκριμένη περίπτωση της επανάστασης του 1628, η διαταγή της Ενετίας για την καταγραφή των ποπολάρων της πόλης αποτέλεσε και τη θρυαλλίδα της εξέγερσης. Εκείνο όμως που έχει ουσιαστική ιστορική σημασία είναι ότι ο λαός, τόσο στο συγκεκριμένο, όσο και σ’ όλα τα «ρεμπελιά» που ακολούθησαν μέχρι το 1797 στη Ζάκυνθο, είχε στην πραγματικότητα εξεγερθεί κατά των καταπιεστών του, έμμεσων και άμεσων, και με δυναμικά μέσα απαιτούσε ισοτιμία, ισοπολιτεία και ισότητα δικαιωμάτων, όλα δηλαδη εκείνα τα δικαιώματα που προβλήθηκαν ως ιδέες και φώτισαν ελπιδοφόρα τους επαναστατικούς δρόμους της Ελλάδας και του κόσμου κατά τους καιρούς που ακολούθησαν. ΄Όταν το 1683 ξέσπασε η όγδοη κατά σειρά επανάσταση του υπόδουλου Ελληνισμού κατά της Τουρκίας με λάβαρο το αίτημα για τη χορήγηση των ίδιων ακριβώς ανθρώπινων δικαιωμάτων, τα Επτάνησα έσπευσαν να πάρουν ενεργό μέρος με επιστράτευση ενός μεγάλου αριθμού Επτανησίων υπό τη γνωστή «Στρατιά των Επτανησίων». Ηγέτες της ήταν ο Αναστάσιος ΄Αννινος από την Κεφαλλονιά, ο Βαρβάτης και ο Μιδάνος, επικεφαλής των Κερκυραίων και των Παξινών, και ο Νικόλαος Κομούτος από τη Ζάκυνθο. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι για πρώτη φορά στα χρονικά πολέμησε τότε ιδιαίτερο σώμα από εκατόν πενήντα κληρικούς, τους οποίους οδηγούσε στον αγώνα ο Μητροπολίτης Κεφαλλονιάς Τιμόθεος Τυπάλδος.

Τα ίδια πάλι δικαιώματα, που στόχευαν στην αναγνώριση και κατοχύρωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας πέρα από ταξικούς περιορισμούς, ο Γάλλοι, με τη σειρά τους, τα υποσχέθηκαν στον επτανησιακό λαό την 5η Ιουλίου 1797. Ο δημοκρατικός λαός πανηγύρισε με ενθουσιασμό[10] και νέες φωνές ελευθερίας αντήχησαν, γιατί ο ερχομός των Γάλλων έμοιαζε να είναι ο τερματισμός μιας μακρόχρονης, επίπονης και άδικης φεουδαρχικής διοίκησης και η απαλλαγή από τη στυγνή εκμετάλλευση και την καταπίεση της αριστοκρατικής ολιγαρχίας, που έδρασε ανεμπόδιστα στα χρόνια της ενετοκρατίας. Ο τελικός απολογισμός αυτής της κυριαρχίας υπήρξε ολοφάνερα εξουθενωτικός. Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας δίνει η ακαδημαϊκός Χρύσα Μαλτέζου,[11] τα Επτάνησα, ήδη κατά τις παραμονές της πτώσεως της Βενετίας, παρουσίαζαν ένα εκατομμύριο λίρες το χρόνο έλειμμα, τα επτανησιακά ταμεία ήταν άδεια, το διοικητικό σύστημα ύστερα από τις σκανδαλώδεις καταχρήσεις είχε χαλαρώσει και τα οχυρά είχαν εγκαταλειφθεί.

Με επίσημους πανηγυρισμούς φυτεύτηκε στην κεντρική πλατεία της Κέρκυρας το δέντρο της λευτεριάς, ενώ η σημαία του Αγίου Μάρκου καθώς και η Χρυσή Βίβλος και όλα τα εμβλήματα και παράσημα της ενετικής αριστοκρατίας καίγονταν, και οι κάτοικοι, με πάντοτε υψηλό και ακμαίο το αγωνιστικό επτανησιακό τους φρόνημα, πανευτυχείς ορκίζονταν αιώνια πίστη και αφοσίωση στην ελευθερία, την ισότητα και τα απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη. Ανάλογες εκδηλώσεις έγιναν και στα άλλα Ιόνια νησιά. Χρονογράφος της εποχής, αναφερόμενος στην κατάληψη των Κυθήρων από τους Γάλλους, αναφέρει ότι ακόμα και οι ευγενείς της νήσου χόρευαν χαρούμενοι, «προεδρεύοντος εις το χορό του κ. Εμμανουήλ Καλούτζη». Και καθώς χόρευαν, τραγουδούσαν : «οι Γάλλοι μας ελέγαν / πως άρχοντες δε θέλαν· / ότι το λίμπρο-ντόρο / το έκαψαν στο φόρο.»  …… «Και έγιναν χαρές μεγάλες εκείνη την ημέρα….».[12]

Η συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο της 17ης Οκτωβρίου 1797, που διέλυε τη Βενετία και εκχωρούσε τα Επτάνησα στους Γάλλους, για την απόκτηση των οποίων ο Βοναπάρτης ήταν κυριολεκτικά ενθουσιασμένος («ποτέ, εδώ και πολλούς αιώνες, δεν έγινε λαμπρότερη ειρήνη· αποκτούμε το πιο πολύτιμο για μας μέρος της Βενετίας», έγραφε στον επί των Εξωτερικών υπουργό του), δεν είχε, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, τα επιθυμητά αποτελέσματα για τους φιλελεύθερους πόθους των Επτανησίων. Οι Γάλλοι δεν είχαν ή δεν διέθεταν χρήματα. Απέβλεπαν μόνο στο να συντηρηθούν από τους εγχώριους πόρους. ΄Αρχισαν λοιπόν, κατά τρόπο τελείως απαράδεκτο, να απομυζούν τα Επτάνησα, φθάνοντας και μέχρι του σημείου να απομυζούν μεγάλα ποσά από τους ντόπιους, δίνοντας έτσι ένα θαυμάσιο παράδειγμα στους Γερμανούς κατακτητές του Άξονα, για να το εφαρμόσουν στον τόπο μας 144 χρόνια ύστερα. Ο Γ.Δαφνής παρατηρεί ρεαλιστικά ότι «όλα μπορούν να τα συγχωρήσουν οι λαοί, εκτός από την αδιάκοπη οικονομική τους αφαίμαξη»[13], μια εύστοχη παρατήρηση που έχει την αξία της σε κάθε εποχή, ασφαλέστατα και στη σημερινή.

Παρά τα αναμφισβήτητα θετικά σημεία της κοινωνικής αφύπνισης των αστών και της τοποθέτησης θεμελίων για οργάνωση της εκπαίδευσης, που επί Ενετών ήταν σκόπιμα τελείως παραγκωνισμένη, υπήρξαν άλλα θέματα που δημιούργησαν σφοδρότατες αντιδράσεις στο λαό και προκαλούσαν το αγωνιστικό του φρόνημα –αντιδράσεις που συχνά κατέληγαν σε αιματηρές συγκρούσεις-  και έντονο αντιγαλλικό ρεύμα. ΄Ένα τέτοιο θέμα, όχι από τα λιγότερο σημαντικά, ήταν η περιφρονητική στάση των Γάλλων απέναντι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τους λατρευτικούς τύπους της θρησκείας των Ελλήνων, στις παραδόσεις του ελληνικού λαού, τα ήθη του και τα έθιμά του. Φανερά πια ο λαός, σε κάθε σημείο και με κάθε τρόπο, από την απλή διαμαρτυρία μέχρι τη βίαιη έκρηξη, αρνιόταν την όποια ωφελιμότητα και σκοπιμότητα της γαλλικής παρουσίας.

΄Ηταν σ’ αυτή ακριβώς την ιστορική στιγμή που Ρώσοι πράκτορες έκαναν έντονη προπαγάνδα στα Ιόνια νησιά εναντίον των άθεων Γάλλων, αλλά και οι οικογένειες των ευγενών στα Επτάνησα, που είχαν χάσει τους τίτλους και τα προνόμιά τους και έπνεαν μένεα εναντίον των Γάλλων, πρόσθεταν τον δικό τους προπαγανδιστικό αγώνα. Σε πολλά μέρη άρχισαν να υψώνονται ρωσικές σημαίες και πύρινοι λόγοι εκφωνούνταν εναντίον των Γάλλων και υπέρ της ελευθερίας, που σαν ασύλληπτο όνειρο ξέφευγε πάντοτε μέσα από τα χέρια των Επτανησίων εκείνη ακριβώς τη στιγμή, που όλοι τους πίστευαν πως τίποτα πια δεν θα μπορούσε να τους τη στερήσει. Ο ευκολόπιστος -και πάντα προδομένος- λαός δεν έπαψε να δίνει με γενναιότητα το παρόν του. Το αγωνιστικό του φρόνημα δεν τον εγκατέλειψε ούτε μια στιγμή.

Τα πράγματα δεν άλλαξαν πολύ και με τους καινούριους κατακτητές, και είναι γνωστό ότι ο πρώτος που πλήρωσε το φόρο αίματος από τις επιθέσεις του ρωσοτουρκικού στόλου κατά την κατάληψη των νησιών ήταν ο λαός των Κυθήρων.
Τα γεγονότα αντίστασης του λαού της Επτανήσου κατά τη διάρκεια της ρωσοτουρκικής, αλλά και στη συνέχεια της δεύτερης γαλλικής κατοχής, ούτε λίγα είναι ούτε αναξιόλογα. Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς με πικρία ότι η πανηγυρική είσοδος του ρωσικού στρατού την 5η Μαρτίου 1799 στην πόλη της Κερκύρας, οι πλούσιες υποσχέσεις που δίνονταν εν γνώσει του γεγονότος ότι αυτές ουδέποτε επρόκειτο να πραγματοποιηθούν και όλες οι ξέφρενες ζητωκραυγές του λαού μας υπέρ της ελευθερίας των νησιών και των «ελευθερωτών» Ρώσων απέβησαν μάταια. Γιατί και πάλι έγινε, όπως και επί της ενετικής διοίκησης, πλήρης ανασύσταση του παλαιού αριστοκρατικού καθεστώτος, το οποίο συνοδευόταν από το πέλαγος των ανισοτήτων που επέβαλλε, και επομένως επανήλθαν σε ισχύ τα προνόμια των ευγενών, επανέκαμψαν οι αρχές των κοινωνικών διακρίσεων ανάμεσα στους κατοίκους των νησιών, ανασυντάχθηκε η Χρυσή Βίβλος των ευγενών, και ο λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία αποκλειόταν και πάλι από κάθε ενεργό συμμετοχή στη διευθέτηση των κοινών και στις αποφάσεις για την προσωπική του τύχη. Και όλα αυτά υπό τις ευλογίες των δύο συμμάχων κατακτητών, παραδοσιακών εχθρών αλλά στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή άσπονδων φίλων, που έσπειραν διχόνοιες στους υποτελείς τους, για να κυβερνούν ανενόχλητοι.

΄Οσο ανενόχλητοι βέβαια θα μπορούσε να είναι. Γιατί τα πράγματα τώρα δεν ήταν όπως στον καιρό της ενετικής κατοχής. Μπορεί οι Γάλλοι να φέρθηκαν άσχημα και τελείως αψυχολόγητα στον ελληνικό λαό, η πνοή όμως των νέων ιδεών, που είχαν εισβάλει με τη σφοδρότητα και την ταχύτητα τυφώνα στη γη των Επτανησίων, είχε ξυπνήσει έντονα και ανυποχώρητα στο λαό την ανάγκη για διεκδίκηση των απαράγραπτων δικαιωμάτων του. Αυτή τη διεκδίκηση ο λαός δεν την παραμέλησε, αλλά σε ποικίλους τόνους και με πολυάριθμους τρόπους την εξέφραζε σε κάθε δεδομένη στιγμή. Τι συγκεκριμένα θα μπορούσε να σημαίνει αυτό; ΄Ότι και αποστολή πρεσβειών στις πρωτεύουσες των δύο συμμάχων, την Πετρούπολη και την Πόλη, έγινε με υπομνήματα που θύμιζαν τις επίσημες και κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις από κάθε πλευρά (ακόμα και από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄) για απόλυτη ελευθερία των νησιών και αδέσμευτη επιλογή του επιθυμητού πολιτεύματος, και στη σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως του 1800, με την οποία τα νησιά γίνονταν φόρου υποτελή στο σουλτάνο, αντέδρασε με ποικίλες διαμαρτυρίες, παρά το γεγονός ότι οι πληρεξούσιοι της επτανησιακής γερουσίας Αντώνιος Καποδίστριας και Σιγούρος Δεσύλλας είχαν αποδεχθεί το κείμενο της συνθήκης και το «βυζαντινό», όπως ονομάστηκε, σύνταγμα, και σε βίαιες εκδηλώσεις κατέληξε, όταν είδε ότι όλες οι υποσχέσεις αθετούνταν και οι σύμμαχοι στην κατοχή μόνο των νησιών προσέβλεπαν και σε τίποτε άλλο.

Το λυπηρό είναι ότι οι βίαιες αυτές εκδηλώσεις, έντεχνα κατευθυνόμενες από τους κατακτητές προς τις υπάρχουσες και κατάλληλα διογκούμενες ταξικές διαφορές, στρέφονταν - σε τελική ανάλυση - προς μια εμφύλια διαμάχη, άλλοτε ανάμεσα σε ισχυρές οικογένειες, όπως στην περίπτωση των ΄Αννινων και Μεταξάδων, στην Κεφαλλονιά, και άλλοτε ανάμεσα στον απλό λαό και στους ευγενείς, όπως συνέβη στα Κύθηρα, όπου ο λαός, περιφρονώντας την εντολή της γερουσίας για το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης στο νησί, εξέλεξε δικούς του κριτές, που δίκαζαν όλες τις υποθέσεις του, στην πραγματικότητα δηλαδή, όπως παρατηρεί η καθηγήτρια Ελένη Κούκκου, καθιέρωσε επαναστατικά δικαστήρια.[14] «Οι επαναστατικές εκδηλώσεις στα Κύθηρα», γράφει ο καθηγητής Γιώργος Λεοντσίνης στη μελέτη του για το αστικοαγροτικό κίνημα στο νησί, «οι οποίες υποκινούνται από την πολιτική των ξένων αρχών και συγχρόνως εκφράζουν το αίτημα του εγχώριου πληθυσμού για κοινωνική αλλαγή, αποτελούν συνέπεια της προηγούμενης βενετικής πολιτικής και της νέας κατάστασης πραγμάτων».[15]

«Η διαγραφόμενη όμως απειλή για επαναφορά του “αριστοκρατικοβενετικού” καθεστώτος οδηγεί τους χωρικούς σε κλιμάκωση των ενεργειών τους. Προβαίνουν σε σύσταση Πολιτικής Διοίκησης.»[16] Το επαναστατικό κίνημα των χωρικών στα Κύθηρα ολοκληρώνεται με τη σύμπραξη μιας μερίδας προοδευτικών ευγενών υπό την ηγεσία της αστικής τάξης της Χώρας. Εκείνο που είναι βέβαιο ότι επιδιώκουν με αγωνιστικότητα οι Κυθήριοι χωρικοί είναι η ουσιαστική κατάργηση του “αριστοκρατικοβενετικού” συστήματος και η επιβολή ισονομίας και ισοπολιτείας.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό για το νησί αυτό ότι προτιμούσαν την παρουσία του Ρώσου διοικητή και γενικότερα την πολιτική τους εξάρτηση από τη Ρωσία, επειδή πίστευαν ότι κάτι τέτοιο αποτελούσε τροχοπέδη για την επαναφορά των ευγενών στην εξουσία. Στον «Καταστατικό Χάρτη των Κυθήρων» περιέχεται το ουσιαστικό καταστάλαγμα ολόκληρης της αγωνιστικότητας των χωρικών μας και οι αρχές του απηχούν την ευρεία επίδραση του ευρωπαϊκού και νεοελληνικού διαφωτισμού. ΄Όπως χαρακτηριστικά παρατηρήθηκε, «η επαναστατική δραστηριότητα των Κυθηρίων αποτελεί κορυφαία στιγμή των ταξικών αντιθέσεων και παράλληλα κλασικό παράδειγμα αγωνιστικότητας της αγροτικής τάξης».[17]

Θα πρέπει να επισημάνει κανείς στο σημείο αυτό ότι κατά τη συγκεκριμένη περίοδο επικράτησε κλίμα εγκλημάτων και πλήρους αναρχίας στα Επτάνησα, κλίμα το οποίο οι ξένοι φαίνονταν είτε να μη μπορούν να αποσοβήσουν είτε να μη θέλουν, γιατί σε κάποιο μέτρο και αυτή η αναρχία τούς εξυπηρετούσε στην πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Η όλη κατάσταση ήταν τελείως έκρυθμη. Αυτό ακριβώς υπήρξε και η βάση των μεταβολών στο νησί : «Ο λαός απαιτεί να ασκεί και αυτός τα πολιτικά του δικαιώματα. Ας κυβερνούν οι ευγενείς, αλλά και οι άλλοι έχουν το δικαίωμα να δείχνουν με την ψήφο τους ποιοι είναι άξιοι να κυβερνούν», απαντούσαν οι εκπρόσωποι των αστών στον Θεοτόκη. Πρέπει να επαναλάβω εδώ  ότι ήταν τα συγκρουόμενα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού τους αγώνα που αναζωπύρωναν συνεχώς τις τοπικές φατρίες στα νησιά, και οι φατρίες αυτές γίνονταν, όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, «βασικά όργανα στη διεξαγωγή ενός πολύ επικίνδυνου και καταστροφικού παιχνιδιού».[18] Τελικά, το «βυζαντινό» σύνταγμα επιβλήθηκε βίαια και πάλι, κανένα από τα δημοκρατικά αιτήματα του λαού δεν έγινε δεκτό, και απογοήτευση επικράτησε παντού.

Απογοήτευση, αλλά όχι αδράνεια και πολιτική απραγμοσύνη, και αυτό, κυρίες και κύριοι, είναι το ουσιαστικό νόημα αυτής της ομιλίας. Ο επτανησιακός λαός δεν απώλεσε το υψηλό του φρόνημα εις πείσμα όλων των δυσκολιών, κάθε μορφής αντιξοοτήτων, κάθε επιβουλής, κάθε οργανωμένου συμφέροντος. Με τη δυναμική βοήθεια του άξιου Γραμματέα της Επικρατείας Ιωάννη Καποδίστρια, του Μοτσενίγου και της νέας Γερουσίας, μετά το θάνατο του Σπυρίδωνα Θεοτόκη, ψηφίστηκε το σύνταγμα του 1803, που ανακήρυξε ελεύθερη, αυτοδύναμη και σχεδόν κυρίαρχη την Επτάνησο Πολιτεία και, κατά τον Αλέξανδρο Σβώλο, επισημοποίησε την αρχή ότι τα πολιτικά δικαιώματα δεν είναι προνόμιο μιας τάξης ούτε κληρονομικά, ενώ παράλληλα καθιέρωνε τα δόγματα της προσωπικής ελευθερίας και των δικαιωμάτων του πολίτη. Στο σύνολό του βέβαια ούτε αυτό το σύνταγμα ήταν τόσο φιλελεύθερο και δημοκρατικό, όσο θα το ήθελε ο λαός, και σε ποικίλους τόνους επικρίσεις διατυπώθηκαν εναντίον του, για την εποχή εκείνη όμως ήταν οπωσδήποτε ένα βήμα προόδου.

Το 1807 ο Καποδίστριας, έχοντας αναλάβει το δύσκολο έργο της οργάνωσης της άμυνας της Λευκάδας έναντι της απειλής του Αλή Πασά, ερχόταν σε επαφή με Σουλιώτες πρόσφυγες και με αρματολούς και κλέφτες στο νησί αυτό, δηλαδή με όλους εκείνους που αργότερα θα ήταν οι πρόμαχοι στον αγώνα του για τη στερέωση της ελληνικής ανεξαρτησίας. ΄Έτσι δημιουργήθηκε στη Λευκάδα ένα κοινό μέτωπο κατά του Αλή Πασά και των Γάλλων, που οι προελάσεις του Ναπολέοντα τους έφερναν και πάλι στο ιστορικό προσκήνιο των Επτανήσων. Το μέτωπο αυτό στρατολογούσε τις δυνάμεις του από τους κατοίκους όλων των τάξεων των νησιών του επτανησιακού χώρου, από τους Σουλιώτες, τους κλέφτες και αρματολούς και από τους Ρώσους συμμάχους, προσδίδοντας έτσι στον αγώνα του για την ελευθερία της Λευκάδας πανεπτανησιακό και πανελλήνιο χαρακτήρα. Ο μεγάλος αυτός εθνικός ξεσηκωμός, αδιάψευστο δείγμα του ακατάβλητου φρονήματος του επτανησιακού λαού, όπως κατ’ επανάληψη παρατηρήθηκε από τους μελετητές, αποτελεί και προσωπική επιτυχία του Καποδίστρια.

Όταν με τη συνθήκη του Τιλσίτ, του 1807, ο Ναπολέων ξαναέπαιρνε στην κατοχή του τα Ιόνια νησιά ως «καθαρή ιδιοκτησία των Γάλλων», όπως προέβλεπαν μυστικά άρθρα της συνθήκης του με τους Ρώσους, τα Επτάνησα άλλαζαν και πάλι αφεντικό, σαν να επρόκειτο για κληρονομικό κτήμα των δύο ηγεμόνων. Και όλα αυτά φυσικά εν αγνοία του λαού μας. Πώς τώρα, διερωτάται η καθηγήτρια Ελένη Κούκκου, ο τσάρος παραχώρησε τα νησιά, τα οποία είχε υποσχεθεί να προστατεύει, σ’ εκείνον από τον οποίον ήθελε να τα σώσει, αυτό είναι αδύνατον να εξηγηθεί ιστορικά.[19]

Έτσι, μια νέα περίοδος πολύμοχθων και επώδυνων αγώνων του επτανησιακού λαού θα άρχιζε τώρα. Ο λαός μας και πάλι πίστεψε στις υποσχέσεις του Βοναπάρτη. Πίστεψε ότι θα λύτρωνε οριστικά το επτανησιακό έθνος και ολόκληρο τον ελληνικό λαό, ο γενικός όμως Γάλλος διοικητής Berthier, για να μη μείνει η παραμικρή αμφιβολία γύρω από τις πραγματικές γαλλικές προθέσεις, φρόντιζε με ειδικά διατάγματα να καταργήσει εντελώς την αυτονομία και ανεξαρτησία του επτανησιακού κράτους, καθιστώντας το επαρχία της γαλλικής αυτοκρατορίας. Ποιες τώρα ήταν οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης; Ανάμεσα στις άλλες και το ότι τα νησιά τέθηκαν σε κατάσταση αποκλεισμού από την Αγγλία, ύστερα από την εφαρμογή και εκεί του “ηπειρωτικού συστήματος” του Ναπολέοντα. ΄Ολες οι εξαγωγές σταμάτησαν, η εισαγωγή σταριού ανακόπηκε –μια και τα αγγλικά καταδρομικά εμπόδιζαν τα εμπορικά πλοία να πλεύσουν προς τα νησιά μας-  και η πείνα άρχισε να θερίζει τους κατοίκους.

Εν τω μεταξύ η Αγγλία παρακολουθούσε από κοντά τα γεγονότα. Ο πρώην πρεσβευτής της Αγγλίας Φορέστης συντόνιζε από τη Μάλτα όλες τις αντιγαλλικές ενέργειες των πρακτόρων, που δεν έπαυαν να τραγουδούν το ίδιο χιλιοτραγουδισμένο με εξαιρετική επιτυχία τροπάριο, το σχετικό με την επαναφορά της ελευθερίας στα Ιόνια νησιά και την επανίδρυση της ανεξάρτητης Επτανησιακής Πολιτείας. Ο λαός από την άλλη μεριά, με το αιώνιο όραμά του, πιθανόν παράλογα αλλά οπωσδήποτε κατανοητά για την αδέσμευτη και ανυπόταχτη φύση του και για το άκαμπτο φρόνημά του, πάντοτε ελπίζοντας και ποτέ απογοητευόμενος, προχωρούσε απτόητος στις επαναστατικές του ενέργειες. Κάποτε οι ενέργειες αυτές μοιάζουν να είναι αντίθετες μεταξύ τους και αλληλοσυγκρουόμενες, τις συνέχει όμως όλες το όραμα για μια ελεύθερη ζωή, χωρίς κηδεμονίες και προστασίες. Το όραμα αυτό ήταν πανταχού παρόν. ΄Έτσι, Κεφαλλονίτες και Ιθακήσιοι πλοίαρχοι ύψωναν στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης τη σημαία της Επτανήσου Πολιτείας στα πλοία τους. Στην Κέρκυρα ο γερουσιαστής Φλαμπουριάρης πρότεινε στη Γερουσία  -πρόταση που έγινε δεκτή παμψηφεί-  να εισαχθεί στα Επτάνησα η γαλλική νομοθεσία. Στην Ιθάκη, όταν κατέπλευσε μια αγγλική φρεγάτα και οι ΄Αγγλοι προσπάθησαν να εξεγείρουν το νησί, ο λαός αντέδρασε και τάχθηκε με το μέρος των Γάλλων.

Καθώς ο αγγλικός αποκλεισμός των νησιών γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός, όλο και περισσότερο εφιαλτικός, ο ΄Αγγλος αντιναύαρχος, έτοιμος για την επίθεση καταλήψεως των νησιών, συμβούλευε τα πληρώματα του στόλου του, όταν καταλαμβάνουν κάποιο επτανησιακό λιμάνι, να υψώνουν όχι την αγγλική αλλά την επτανησιακή σημαία, ώστε να πείθουν το λαό ότι ο αποκλειστικός τους στόχος ήταν όχι να καταλάβουν το νησί, αλλά να απαλλάξουν τους κατοίκους του από τη δουλεία, στην οποία τους είχαν υποβάλει οι Γάλλοι. Σε καμιά περίπτωση η εξέλιξη των γεγονότων δεν δικαίωσε τις υποσχέσεις.

Στις αρχές Οκτωβρίου 1809 τα αγγλικά πλοία έκαναν την εμφάνισή τους στα παράλια των νησιών. Οι γαλλικές φρουρές παρέδωσαν αμέσως στους ΄Αγγλους τη Ζάκυνθο και ύστερα από λίγες μέρες την Κεφαλλονιά, την Ιθάκη και τα Κύθηρα. Στις 16 Απριλίου 1810 έπεφτε η Λευκάδα, ύστερα από κάποια αντίσταση της γαλλικής φρουράς, στις 29 Μαϊου επαναστατούσαν οι Παξοί, αλλά στρατιωτικές δυνάμεις από την Κέρκυρα, που έμενε πάντα ισχυρό προπύργιο των Γάλλων, έπνιγαν στο αίμα την εξέγερση, ενώ το στρατοδικείο της Κέρκυρας καταδίκαζε επτά άτομα εις θάνατον.

΄Οσα νησιά είχαν καταληφθεί από τους ΄Αγγλους είχαν πια ελεύθερη ναυτιλία και εμπόριο, και η οικονομική τους ζωή είχε αποκατασταθεί. Φάνηκε όμως από την αρχή ότι και πάλι όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονταν στα χέρια των ΄Αγγλων, κάθε μέρα όλο και περισσότερο, ενώ οι υποσχέσεις αναβάλλονταν και απωθούνταν σε κάποιο απροσδιόριστο χρονικό σημείο του μέλλοντος. Διαμαρτυρίες των κατοίκων ενώπιον του βασιλέως της Αγγλίας Γεωργίου είχαν αρχικά ένα περιορισμένο αποτέλεσμα, όταν ο στρατιωτικός διοικητής των νησιών Airey φρόντισε να δώσει ένα πιο ανεξάρτητο χρώμα στη διοίκηση, εφαρμόζοντας κάποια βελτιωμένα μέτρα στα δικαστήρια, την εκκλησία και την οικονομία του τόπου, ο στρατηγός όμως Campbell, που τον διαδέχθηκε το 1823, ανέτρεψε τα πάντα. Οι δεσποτικές ενέργειές του προκάλεσαν θύελλα διαμαρτυριών των κατοίκων. Το καζάνι ήταν φανερό ότι και πάλι έβραζε επικίνδυνα.

Τον Μάρτιο του 1814 οι ΄Αγγλοι καταλάμβαναν τους Παξούς καθώς και την απέναντι Πάργα, που τρία χρόνια ύστερα επαίσχυντα αποφάσισαν να πουλήσουν στον Αλή Πασά. ΄Έτσι, λοιπόν, μόνο η Κέρκυρα πιεζόταν ασφυκτικά στα στενά όριά της. Το μόνο που θα μπορούσε να τη σώσει για τους Γάλλους ήταν ένας ενδεχόμενος θρίαμβος του Ναπολέοντα, ο οποίος όμως από τις αρχές Δεκεμβρίου 1812, όταν κατησχυμένος επέστρεφε από την περιβόητη εκστρατεία του στη Ρωσία, είχε διαγράψει την οριστική ιστορική του μοίρα. Στην περίφημη Μάχη των Εθνών γραφόταν στη Λειψία, στις 16 – 19 Οκτωβρίου του 1813, ο τραγικός επίλογος γι’ αυτόν και τα γαλλικά στρατεύματα της αυτοκρατορίας. Με τη συνθήκη της 23ης Απριλίου 1814 οι Γάλλοι υποχρεώνονταν να εγκαταλείψουν την Κέρκυρα.

Τα περιορισμένα όρια ενός άρθρου δεν μου επιτρέπουν να αναφερθώ εδώ στους μακρούς και επίπονους, οπωσδήποτε όμως αποτελεσματικούς, στο μέτρο του δυνατού, και παράλληλα συγκινητικούς και άδολα πατριωτικούς αγώνες του Κερκυραίου Ιωάννη Καποδίστρια για την ανεξαρτησία των Επτανήσων. Ο ίδιος είχε διαγνώσει με τη γνωστή του οξυδέρκεια ότι οι ΄Αγγλοι θα προέβαλλαν σθεναρή αντίσταση στην ανεξαρτησία. Και όχι μόνον αυτοί. Ο καγκελάριος της Αυστρίας Μέττερνιχ επρόκειτο να είναι ένας άλλος φοβερός αντίπαλος. Τα φιλελεύθερα επαναστατικά κινήματα βρίσκονταν στο στόχαστρο, ενώ ο ευθυνόφοβος, δίβουλος και αντιφατικός τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος, που αποτελούσε και τη μόνη πηγή ελπίδας για τις ενέργειες του Καποδίστρια, ενθουσιαζόταν θεωρητικά, παρέμενε όμως άτολμος στην ώρα των κρίσιμων αποφάσεων. Ο Καποδίστριας πίστευε –και πολύ σωστά-  ότι, όσο το πρόβλημα των Επτανήσων παρέμενε άλυτο, τόσο και θα καθυστερούσε η οποιαδήποτε προώθηση του γενικότερου θέματος της ανεξαρτησίας της Ελλάδος. Οι ΄Αγγλοι όμως, ακολουθώντας τις αρχές της ιμπεριαλιστικής και αποικιοκρατικής πολιτικής τους, επιδίωκαν να αναγνωριστούν απόλυτοι κύριοι και όχι απλοί προστάτες των Ιονίων νήσων.

Στις 5 Νοεμβρίου 1815 υπογράφτηκε τελικά στο Παρίσι η συνθήκη για τα Ιόνια νησιά. Τα Επτάνησα αποτέλεσαν «ενιαίον κράτος ελεύθερον και ανεξάρτητον» με την επωνυμία «Ηνωμέναι Πολιτείαι των Ιονίων Νήσων», υπό την προστασία της Μεγάλης Βρεταννίας. ΄Υστερα από τα επίμονα και συνεχή αιτήματα του Καποδίστρια, ο ΄Αγγλος Υπουργός Εξωτερικών του ζήτησε να του καταθέσει υπόμνημα, όπου θα εξέθετε τις απόψεις του για την καλύτερη διακυβέρνηση των νησιών. Ο Καποδίστριας το είχε έτοιμο και το κατέθεσε στις 22 Νοεμβρίου. Από τις σοφά διατυπωμένες σκέψεις του αξίζει να υπογραμμίσουμε τα κατ’ εκείνον αίτια της κακοδαιμονίας, που προκαλούσαν όλη την αναστάτωση και υπήρξαν το βασικό κίνητρο για τις επαναστατικές φιλελεύθερες ενέργειες του επτανησιακού λαού. Το υπόμνημα παραδόθηκε, αλλά ο ΄Αγγλος αρμοστής το «αψήφησεν μωροσόφως», όπως γράφει αργότερα ο Καποδίστριας. Με τις ακατάβλητες, βέβαια, ενέργειες του ίδιου του Καποδίστρια και του ΄Αγγλου φίλου του Φρειδερίκου Νορθ, κόμητα Γκίλφορντ, ιδρύθηκε η περίφημη Ιόνιος Ακαδημία στην Κέρκυρα, που η συμβολή της στην πνευματική ανύψωση των Επτανήσων και του υπόδουλου Ελληνισμού υπήρξε τεράστια, αυτή όμως δεν ήταν η επίσημη αγγλική πολιτική. Φιλελληνισμός πάντοτε υπήρχε. Μόνο που αυτός ήταν συνδεδεμένος με συγκεκριμένα πρόσωπα και ομάδες, και όχι με επίσημη πολιτική κρατών και κυβερνήσεων.

Η επίσημη πολιτική της Αγγλίας, μετά την υπογραφή της συνθήκης της 5ης Νοεμβρίου 1815, έστελνε διοικητή-αρμοστή των νησιών τον Thomas Maitland, που είχε συγκεκριμένους τρόπους να αντιμετωπίζει τους λαούς στις Ινδίες, στον ΄Αγιο Δομίνικο και στην Κεϋλάνη, όπου είχε ευδοκίμως υπηρετήσει. Οι πρώτες του υποσχέσεις σύντομα εξανεμίστηκαν και οι απολυταρχικές και δεσποτικές του ενέργειες ξεσήκωσαν έντονο αντιπολιτευτικό ρεύμα στα Επτάνησα. Σε συνεργασία με μικρή μειοψηφία ντόπιων ευγενών ο ΄Αγγλος αρμοστής επέβαλε το σύνταγμα του 1817, με το οποίο τα νησιά στην ουσία μεταβάλλονταν σε αγγλική αποικία, αφού ολόκληρη η κρατική εξουσία, άμεσα ή έμμεσα, περιερχόταν στο Λόρδο Μέγα Αρμοστή, στους εκπροσώπους του στα νησιά, τους λεγόμενους Τοποτηρητές, και στην αποκαλούμενη Υψηλή Αστυνομία, που τη συγκροτούσαν ΄Αγγλοι. Το δημόσιο χρήμα, προερχόμενο από ανάλγητη έμμεση φορολογία των φτωχών νησιωτών, πήγαινε σε παχυλούς μισθούς των ΄Αγγλων και των ντόπιων οργάνων τους.

Ο ίδιος ο Maitland, γράφει ο Χρίστος Θεοδωράτος, προλογίζοντας το έργο του Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου για την Επτανήσιο Πολιτεία επί αγγλοκρατίας και για τα κόμματα, "ελάμβανε μισθόν περί τας 20 χιλιάδας αγγλικάς λίρας, ίσον περίπου με τον μισθόν του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών!".[20] Η εφαρμογή εξάλλου της συνθήκης για εγκατάσταση συνταγματικής κυβέρνησης στα νησιά και για παραχώρηση συνταγματικού χάρτη αναβαλλόταν συνεχώς. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι σ' αυτές τις προθέσεις της η Αγγλία είχε την πλήρη συγκατάνευση των άλλων μεγάλων δυνάμεων. ΄Οπως πολύ σωστά παρατηρήθηκε,[21] μετά τη θυελλώδη διασπορά των ιδεών της γαλλικής επανάστασης και τη λαίλαπα του Ναπολέοντα, ο κόσμος των μεγάλων και των ισχυρών είχε ανάγκη από ησυχία. Οι μικροί λαοί, όσοι στέναζαν κάτω από βάρβαρο και πιεστικό ζυγό, όφειλαν να πνίξουν τη φωνή της απελπισίας, για να μη διαταραχθεί η γαλήνη των δυνατών. Αυτή τη φιλοσοφία "δικαίου" είχε ο Ρώσος τσάρος, η Αγγλία, η Αυστρία, η Πρωσία και κάθε άλλος ισχυρός. Και τότε όπως και σήμερα. ΄Οπως και στο μέλλον, φοβούμαι.

Σ' αυτή όμως την πολιτική της φίμωσης ο επτανησιακός λαός δεν μπορούσε να υποχωρήσει και δεν υποχώρησε. Ταραχές ξέσπασαν στη Ζάκυνθο, και ιδιαίτερα στη Λευκάδα, όπου, στις εξαγριωμένες συμπλοκές με το λαό, σκοτώθηκαν ΄Αγγλοι, γεγονός που η αγγλική διοίκηση ανταπέδωσε τάχιστα κρεμώντας δύο ιερείς πρωτεργάτες της στάσης και φυλακίζοντας άλλους. Μετά την έκρηξη της επανάστασης του 1821, το πνεύμα συμπαράστασης των Επτανησίων στον αγώνα της μητέρας πατρίδας τούς οδήγησε σε νέες επαναστατικές ενέργειες και ταραχές. Οι Επτανήσιοι οι οποίοι - μας το θυμίζει ανάμεσα σε άλλους και ο Σπυρίδων Αργυρός - "πριν γίνουν άσυλον των καταδιωκομένων Μωραϊτών, Ρουμελιωτών και Ηπειρωτών, έγιναν πρώτα τα κέντρα των κατηχήσεων των Φιλικών",[22] έσπευσαν να αγωνιστούν με τους άλλους ΄Ελληνες για την αποτίναξη του μισητού τουρκικού ζυγού. Με τη στάση τους αυτή αντιμετώπισαν έναν απηνή διωγμό, εξορίες και δήμευση των περιουσιών τους από τον Maitland. Η απάνθρωπη αντιμετώπιση του αρμοστή δεν εμπόδισε όμως την επτανησιακή φωνή για την ελευθερία να εκφραστεί με συγκεκριμένους τρόπους: εκατόν σαράντα πολίτες όλων των Ιονίων νήσων υπό τον Ιθακήσιο Σπύρο Δρακούλη πέφτουν με τον Ιερό Λόχο στην περίφημη μάχη του Δραγατσανίου (7 Ιουνίου 1821)· τάγμα Λευκαδίων και Ζακυνθίων υπό τον Κατσαρό αντιμετωπίζει με γενναιότητα τον Κιουταχή τον Αύγουστο του 1822 στον Αετό της Αιτωλοακαρνανίας·  Κεφαλλήνες και Ζακύνθιοι υπό τον Βαγγέλη Λιβαδά και τον Νικόλαο Γερακάρη μάχονται σ' όλες τις μάχες γύρω από την Πέτρα·  σώμα Επτανησίων υπό τους Ανδρέα και Κωνσταντίνο Μεταξά και τον Γεράσιμο Φωκά ενισχύουν τους μαχομένους στην Ηλεία, και ο κατάλογος αυτός θα μπορούσε να συνεχιστεί επί πολύ. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος είχε διαπεραιωθεί με μικρό ιστιοφόρο από τους Παξούς στην αγωνιζόμενη Ζάκυνθο και συνοδευόταν από μια ομάδα Επτανησίων στη μάχη της Γράνας, τον Αύγουστο του 1821, έγραφε αργότερα στα απομνημονεύματά του ότι οι Επτανήσιοι μάχονταν ηρωικά και πυροβολούσαν όρθιοι σαρκάζοντας τον εχθρό.

Είναι γεγονός ότι η άγρια και αψυχολόγητη πολιτική του ΄Αγγλου αρμοστή διεύρυνε το χάσμα ανάμεσα στην αγγλική διοίκηση και στον επτανησιακό λαό, και φούντωνε το μίσος του ενάντια στον δυνάστη, ένα μίσος που πήρε συγκεκριμένη και αποτελεσματικότερη μορφή με τους επαναστατικούς αγώνες των ριζοσπαστών. Η ονομαζόμενη Ομάδα των Ριζοσπαστών, την οποία αποτελούσαν οι βουλευτές Γεράσιμος Λιβαδάς, Σταμάτιος Πυλαρινός, Ιωάννης Τυπάλδος, Ιωσήφ Μομφεράτος, Ηλίας Ζερβός, Ναθαναήλ Δομενεγίνης - η αγιότερη μορφή του ενωτικού αγώνα, κατά τον Ντίνο Κονόμο - [23], Γεώργιος Ιακωβάτος, Ανδρέας Καρούσος, Τηλέμαχος Παϊζης και Φραγκίσκος Δεμενεγίνης, οργάνωσαν με κάθε μέσο τον αγώνα για την κατάργηση της αγγλικής κατοχής και την ένωση με την Ελλάδα. Ο αγώνας του Ριζοσπαστικού Κόμματος κατά του μεγαλοαστικού Μεταρρυθμιστικού, το οποίο επιδίωκε μερικές μόνο κοινωνικές και ιδίως οικονομικές μεταρρυθμίσεις, και του κόμματος των Αριστοκρατών, που ο λαός, με την καυστική του ακριβολογία, το ονόμασε "Καταχθόνιο", γιατί ανενδοίαστα τέχθηκε υπέρ του κατακτητή, έμελλε να είναι μεγάλος. Διάσημα ονόματα οπαδών των ριζοσπαστικών ιδεών, που αγωνίστηκαν με πάθος εναντίον των δύο άλλων κομμάτων, μπορεί κανείς να αναζητήσει σε όλα τα Ιόνια νησιά.

Η Μιράντα Σταυρινού, στην ευσυνείδητη μελέτη της για τις εξεγέρσεις της Κεφαλλονιάς κατά τα έτη 1848 και 1849,[24] αναφέρεται διεξοδικά σε ένα μεγάλο αριθμό αγωνιστών, ανάμεσα στους οποίους και οι γνωστοί Κεφαλλήνες ριζοσπάστες Ιωάννης Μεταξάς Ιακωβάτος και Ιωάννης Μπατίστας Τυπάλδος Πρετεντέρης. Ο ιστορικός επίσης Μιχάλης Πετρόχειλος εμπεριστατωμένα ομιλεί στα έργα του για τη δράση του Γεωργίου Ιωάννου Μόρμορη, του Κοσμά Πανάρετου, του Γεωργίου Αρώνη ή Παναγιωτόπουλου και άλλων κυθηραϊκών μορφών επιφανών αγωνιστών.[25] Τέτοιες μελέτες για τα νησιά μας και την επαναστατική δράση τους υπάρχουν αρκετές, και ευχής έργο θα ήταν αν γράφονταν περισσότερες από τους ερευνητές του ιστορικού μας βίου.

Παρά τις αξιόλογες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του νέου φιλελεύθερου και προοδευτικού διοικητή των Επτανήσων John Calborne-Seaton το 1844 και παρά την αναθεώρηση του συντάγματος του 1817, η οποία επικυρώθηκε από την Αγγλία τον Ιανουάριο του 1850, αναθεώρηση εξάλλου που βοήθησε στη δημιουργία πολιτικών λεσχών, ορισμένες από τις οποίες, όπως η "Ομόνοια" και ο "Κοραής" της Κεφαλλονιάς, ανέπτυξαν αξιόλογη πατριωτική δραστηριότητα, οι Επτανήσιοι στο σύνολό τους δεν έπαψαν, κατά τρόπο εθνικά συγκινητικό και ανθρώπινα ανεπανάληπτο, να επιζητούν την ένωσή τους με τη μητέρα Ελλάδα : "Αδέλφια έφτασ' ο καιρός ν' αρματωθώμεν όλοι / Εμπρός, με πυρ και βόλι / ο ξένος να διωχθεί".

Στην Κεφαλλονιά το 1848-9 ξεσπούν έντονα, όπως είπαμε, επαναστατικά κινήματα, που οι ΄Αγγλοι αντιμετωπίζουν με φρικαλέα μέτρα. "Αι βιαιοπραγίαι και οι εξευτελισμοί του πληθυσμού υπό των στρατιωτών", γράφει ο Σπύρος Βερύκιος, "είναι εκτός πάσης περιγραφής. Εις πολλάς περιοχάς ανηρτήθησαν αγχόναι, εις τας οποίας ανέβαινον και κατέβαινον άνθρωποι, πιεζόμενοι να μαρτυρήσουν. Η μαστίγωσις, απάνθρωπος και σκληρά, ήτο εις την ημερησίαν διάταξιν. Και εις περιπτώσεις απαγχονισμού ή και μαστιγώσεως, οι Βρεταννοί υπεχρέωναν πάντας, από του μικρού παιδιού μέχρι και του τελευταίου γέροντος, όπως παρακολουθούν τας σκηνάς. Και είναι ευνόητον τι επηκολούθει. Γέροντες απέθνησκον, έγκυοι απέβαλλον, παιδιά εγέμιζον τον αέρα με τους σπαραγμούς των, γυναίκες ελιποθύμουν. Ιερείς εξυβρίζοντο και εταπεινώνοντο, πρόκριτοι και άλλοι σεβόμενοι από τον λαόν διεκωμωδούντο και υφίσταντο μυρίας προσβολάς. Κατάδικοι περιεφέροντο ημιθανείς από την μαστίγωσιν εις τας οδούς των χωρίων και κατόπιν απηγχονίζοντο. Αγία Τράπεζα ναού εις την περιοχήν της Πυλάρου μετεβλήθη από τους στρατιώτας εις τράπεζαν φαγητού. Οικίαι κατεστράφησαν ή εγένοντο παρανάλωμα του πυρός και παρεβιάσθη το οικογενειακόν άσυλον. Ας σταματήσωμεν εδώ. Υπάρχει και συνέχεια."[26]

Το 1850 εκδίδεται στην Κέρκυρα η εφημερίδα "Ριζοσπάστης" και άλλες εξίσου ριζοσπαστικού χαρακτήρα, στην Κεφαλλονιά βγαίνουν οι εφημερίδες "Αναγέννηση" του Ιωσήφ Μομφεράτου και "Φιλελεύθερος" του Ηλία Ζερβού. Ακολουθεί η ίδρυση του Ριζοσπαστικού επίσης κόμματος στη Ζάκυνθο, όπου το 1859 κυκλοφορούν οι εφημερίδες "Φωνή του Ιονίου" και "Ρήγας". Από το βήμα της Ιονίου Βουλής βροντώδης και συναρπαστική ακούγεται η φωνή του Λευκαδίτη βουλευτή και μεγάλου ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, που η ψυχή του πάλλεται υπέρ της ενώσεως. Οι στιγμές είναι μεγάλες. ΄Ηδη από τον Φεβρουάριο του 1850 το νέο τότε κοινοβούλιο καθιερώνει, ως επίσημη εθνική εορτή των Επτανησίων, την 25η Μαρτίου και αποφασίζει την ανέγερση ανδριάντα στη μνήμη του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια.

Μερικά χρόνια ύστερα, σύσσωμος ο επτανησιακός λαός δήλωνε κατηγορηματικά στον λόγιο και πολιτικό Γουλιέλμο Γλάδστωνα, ο οποίος είχε σταλεί επίσημα στα Επτάνησα, για να συντελέσει στη βελτίωση του πολιτεύματος, ότι μοναδική λύση του προβλήματος των Επτανήσων ήταν η ένωσή τους με την Ελλάδα. Και εκείνος, βλέποντας αυτή την ανυποχώρητη εμμονή στις ιδέες, αναγκαζόταν να παραδεχθεί ότι "επιτέλους, τα υλικά συμφέροντα δεν είναι τα αποτελούντα ολόκληρον τον βίον του λαού (ας επαναληφθεί αυτό και σήμερα και σε κάθε εποχή). Υπάρχει κάτι ανώτερον εις τον νουν, εις την καρδίαν, εις τας παραδόσεις, εις την ιστορίαν του ανθρώπου .... οι Ιόνιοι .... θα ήσαν οι ευτελέστεροι των ανθρώπων, αν δεν επόθουν να συμμετάσχουν εις την πολιτικήν και εθνικήν τύχην των ομοφύλων των." Μνημειώδης είναι ο αγώνας του Ζακύνθιου βουλευτή Κωνσταντίνου Λομβάρδου, ο οποίος στην ιστορική αγόρευσή του στην Ιόνιο Βουλή το 1863 απορρίπτει ως απαράδεκτες τις "μεταρρυθμιστικές"  -και μόνο-  προτάσεις του Γλάδστωνα και αξιώνει ένωση, και μόνο ένωση. Ολόκληρη η Ιόνια Βουλή τάσσεται ανεπιφύλακτα στο πλευρό του, η πλάστιγγα γέρνει αποφασιστικά προς το μέρος των ριζοσπαστών, ενώ ο λαός μας χορεύει έξαλλος από ενθουσιασμό και τραγουδά παραληρώντας στους δρόμους.

Μετά την έξωση του ΄Οθωνα, η Αγγλία δήλωνε επιτέλους στον Χαρίλαο Τρικούπη ότι θα μπορούσε να δεχθεί την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, αν οι ΄Ελληνες εξέλεγαν βασιλιά που θα της ήταν αρεστός. Τελικά, ύστερα από μύριους αγώνες, υπαναχωρήσεις και παρασκηνιακές ενέργειες, ο ΄Αγγλος αρμοστής Henry Storks παρέδιδε τα Επτάνησα την 21η Μαϊου 1864 στον έκτακτο απεσταλμένο της ελληνικής κυβέρνησης Θρασύβουλο Ζαϊμη. ΄Υστερα από πενήντα πέντε περίπου χρόνια, η βρεταννική "προστασία" είχε λήξει.

Είναι πολύ δύσκολο, όταν επιχειρείται να γραφεί ένα άρθρο με θέμα την παρουσίαση του ακατάβλητου φρονήματος του επτανησιακού λαού μέσα σε μια περίοδο πέντε περίπου αιώνων, να αναφερθεί σ' αυτά και να δώσει το χαρακτηριστικό ενός τόσο μεγαλουργού και ακατάβλητου φρονήματος, έστω και με σχετική πληρότητα. Αν μάλιστα η προσπάθεια αυτή αφορά τον ελληνικό και κάποιους άλλους λαούς, με μεγάλη ιστορική παράδοση και πλούσια συναισθηματική υποδομή, ίσως η δυσκολία αυτή να εγγίζει τα όρια του αδυνάτου. Γι' αυτό και κάθε παρουσίαση των φιλελεύθερων φωνών και του ακατάβλητου φρονήματος του λαού στον επτανησιακό χώρο από το 1386 ώς το 1864 ενδεικτικά μόνο θα μπορούσε να διαζωγραφίσει πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις. Πολλές φιλελεύθερες φωνές παραλείπονται και όχι, φοβούμαι, οι περισσότερο ασήμαντες. Αλλά, και με αυτά ακόμα τα κενά, πιστεύω ότι γίνεται αντιληπτή η έκταση ενός τεράστιου αγώνα, που αναλήφθηκε με μόνο εφόδιο την πίστη στη μοίρα του έθνους, την πεποίθηση για την τελική δικαίωση και το ανυποχώρητο, αξιοθαύμαστο φρόνημα του επτανησιακού λαού.

[1]  Cic, Mil. 2.
[2] Πρβλ. την πασίγνωστη φράση του Μενάνδρου «ως χαρίεν έστ’ άνθρωπος, όταν άνθρωπος η».
[3] Βλ.. Ελένη Κούκκου, Ιστορία των Επτανήσων από το 1797 μέχρι την αγγλοκρατία, Αθήνα, 1983, σελ. 19.
[4] Αυτ.,σελ. 36.
[5] Αυτ., σελ. 13-4.
[6] Βλ. Ανδρέου Ιδρωμένου, Πολιτική Ιστορία της Επτανήσου, 1815-1864, Κέρκυρα 1935 , σελ. 133.
[7] Ερμ. Λούντζη, ό.π., σελ. 27.
[8] Βλ. Ελένης Κούκκου, ό.π., σελ. 26.
[9] Αυτ., σελ. 41.
[10] Ανάλογοι πανηγυρισμοί μας έρχονται και από ποικίλα άλλα σημεία της ελληνικής ιστορίας. Για παράδειγμα, όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Φλαμινίνος διακήρυξε την ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων κατά τα ΄Ισθμια του 196 π.Χ., η χαρά και ο ενθουσιασμός δεν περιγράφονται, όπως αναφέρουν οι ιστορικοί Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης (XVIII.46.13 κεξ.) και Τίτος Λίβιος (ΧΧΧΙΙΙ.33.5-8), αλλά και ο Πλούταρχος (Φλαμ., 11 κ.α.).
[11] Βλ. Χρύσα